- τελολογία
- Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες αιτιώδους συνδέσμου: κατά την πρώτη κάθε πράγμα προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου, χωρίς να μπορεί να είναι με τη σειρά του αιτία εκείνου (κατιούσα εξάρτηση, σύνδεσμος των γενεσιουργών αιτίων ή nexus effectivus)· κατά τη δεύτερη, το πράγμα που χαρακτηρίζεται ως αποτέλεσμα είναι με τη σειρά του η αιτία του πράγματος του οποίου είναι αποτέλεσμα (ανιούσα και κατιούσα εξάρτηση, αιτιώδης σύνδεσμος ή nexus flnalis). Ο τελευταίος αυτός σύνδεσμος απαντάται συχνά στην πράξη και στην τέχνη: το σπίτι είναι η αιτία του χρήματος που εισπράττεται ως ενοίκιο, αλλά η ιδέα του ενδεχόμενου αυτού εισοδήματος υπήρξε με τη σειρά της η αιτία της κατασκευής του σπιτιού. Η τ. συνίσταται πάντα στην επικράτηση του σύνδεσμου των τελικών αιτίων πάνω στον σύνδεσμο των γενεσιουργών αιτίων, θεωρώντας συχνά τα πρώτα σαν να αποβλέπουν σε σκοπούς, που είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπινων ενεργειών. Για τον λόγο αυτόν οι τελολογικές αντιλήψεις κατέληξαν συχνά σε ανθρωπομορφικά συμπεράσματα. Από το άλλο μέρος όμως, σε μια συνεπή τελολογική αντίληψη, η πραγματοποίηση κάθε επιμέρους σκοπού δεν μπορεί να μην είναι σύμφωνη με την πραγματοποίηση όλων των άλλων σκοπών. Η τ. δηλαδή παρουσιάζεται συχνά ως θεωρία της πρόνοιας, είτε η πρόνοια αυτή νοείται ως ενυπάρχουσα στις φυσικές και ιστορικές διαδικασίες είτε, αντίθετα, θεωρείται κατηγόρημα μιας προσωπικής και υπερβατικής θεότητας. Κυρίως στη δεύτερη αυτή περίπτωση η τ. προϋποθέτει σχεδόν πάντα ένα ιδεώδες κοσμικής αρμονίας αισθητικοηθικής έμπνευσης. Αρκετά διαδεδομένη στην αρχαία και στη μεσαιωνική σκέψη, η τελολογική άποψη, επικρίθηκε συχνά στη νεότερη και στη σύγχρονη εποχή και τροφοδότησε έντονες συζητήσεις στη φιλοσοφία των επιστημών και στη φιλοσοφία της ιστορίας.
Κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πρώτος ο Αναξαγόρας παραδέχτηκε την αιτιότητα του σκοπού, μιλώντας για μια νόηση ρυθμίστρια όλων των πραγμάτων, αυτόνομη και χωρισμένη από αυτά. Ο Πλάτωνας διετύπωσε εξάλλου την άποψη ότι ο νους που κυβερνά τον κόσμο ενεργεί προς το καλύτερο και επομένως τα φυσικά αίτια υπόκεινται στους ηθικούς σκοπούς του σύμπαντος. Ο Αριστοτέλης, στη συνέχεια, ταύτισε την αιτία κάθε πράγματος με τον σκοπό του και διέκρινε την τελική αιτιότητα από τη γενεσιουργό, υποτάσσοντας την κίνηση ολόκληρου του σύμπαντος στον μοναδικό σκοπό που είναι ο Θεός. Στη μετά τον Αριστοτέλη φιλοσοφία, θεωρίες πρόνοιας και τελολογικές συναντάμε κυρίως στους στωικούς, που θεώρησαν την αναγκαία αλληλεξάρτηση των πραγμάτων ως έκφραση ενός σχεδίου πρόνοιας, που ενεργεί επιτρέποντας το κακό για να υπάρξει το καλό και που μπορούμε να το διακρίνουμε με τη μαντική. Η στωική θεολογία από το ένα μέρος καταπολεμήθηκε από τους οπαδούς του Επίκουρου, που της αντέτασσαν την απρόβλεπτη συμπτωματικότητα σκοπών στην κίνηση των ατόμων, και από το άλλο μέρος υπήρξε συχνά στόχος της πολεμικής των σκεπτικών (Καρνεάδη, Σέξτου Εμπειρικού), η οποία στηριζόταν στην παρουσίαση κριτηρίων καθαρά υποκειμενικών.
Η χριστιανική πίστη στην πρόνοια, επανεξετάζοντας τα θέματα αυτά βρέθηκε αργότερα στο κέντρο όμοιων αμφισβητήσεων και πολεμικών. Εναντίον της σχολαστικής φιλοσοφίας που με τον Θωμά Ακινάτη επανέλαβε αυτούσια την αριστοτελική επιχειρηματολογία, ο Γουλιέλμος του Όκκαμ απέδειξε ότι, στο φυσικό πεδίο, τα τελικά αίτια δεν έχουν ερμηνευτική δύναμη. Η ανάπτυξη της επιστήμης και η διάδοση της πειραματικής νοοτροπίας ενίσχυσαν την τάση αυτή. Τόσο οι εκπρόσωποι των ορθολογιστικών ρευμάτων (Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Σπινόζα), όσο και οι οπαδοί των εμπειριοκρατικών ρευμάτων (Βάκων, Χιουμ) απέκλεισαν την έννοια του σκοπού (τέλους) από τον επιστημονικό συλλογισμό. Αφού ξαναγύρισε στην επιφάνεια με την πνευματοκρατία του Λάιμπνιτς, η τελολογική ή θεολογική αντίληψη χαρακτηρίστηκε από τον Καντ ως ιδιαίτερο στοιχείο της αντανακλαστικής κρίσης, μιας κρίσης δηλαδή που δεν συλλαμβάνει το συστατικό στοιχείο των πραγμάτων (όπως κάνει η αιτιώδης εξήγηση), αλλά υποδηλώνει έναν τρόπο αναπόφευκτο, αλλά πάντα υποκειμενικό, να τα φαντάζεται ο άνθρωπος.
Μετά τον Καντ, τελολογικές κατευθύνσεις μπορεί να συναντήσει κανείς είτε στον βιταλισμό, που ακόμα στις αρχές του 19ου αι. προσπάθησε να ανεξαρτητοποιήσει τα φαινόμενα της ζωής από τους φυσικοχημικούς μηχανισμούς και να τα αποδώσει σε μια όχι καλύτερα προσδιορισμένη vis vitalis, είτε στις φιλοσοφίες της ιστορίας που, όπως του Χέγγελ, θεωρούν την ανθρώπινη ιστορία ως έκφραση ενός λογικού σχεδίου. Εναντίον του βιταλισμού τάχθηκαν, τον 19o αι., τόσο ο θετικισμός όσο και όλες εκείνες οι επιστημονικές θέσεις (Κλοντ Μπερνάρ) που στηρίζονταν στο πείραμα και που αναγνώριζαν στις βιολογικές επιστήμες τη μοναδική αποστολή να ανάγουν τα φαινόμενα στα άμεσα αίτιά τους. Ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε με τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, που μιλούσε για μια ιστορία των ειδών, η οποία οφειλόταν σε μια καθαρά φυσική επιλογή, έξω από κάθε σχέδιο πρόνοιας.
Η βαρύτητα της κριτικής αυτής μπορεί να αναγνωριστεί στο γεγονός ότι τα νεότερα βιταλιστικά ρεύματα τροποποίησαν έως ένα βαθμό τις θέσεις τους, τονίζοντας ότι η τ. δεν είναι λιγότερο αιτιοκρατική από την κλασική μηχανοκρατία, γιατί περιορίζεται στο να αντικαταστήσει το γενεσιουργό αίτιο με τον προσδιοριστικό ρόλο ενός προκαθορισμένου σκοπού, δηλαδή την αιτιότητα του παρελθόντος με την αιτιότητα του μέλλοντος. Ο βιταλισμός δηλαδή δεν ήταν αντικείμενο των επικρίσεων οι οποίες διατυπώθηκαν εναντίον της τ., γιατί αυτός στηρίζεται στην ιδέα μιας αδιάκοπης δημιουργικής ορμής, που ενεργεί μέσα στις συνθήκες που της προσφέρει η φύση και μέσα στην ποικίλη και αδιάκοπη αναπροσαρμογή τους (Μπερξόν). Η τελευταία αυτή, λιγότερο αυστηρή, τ. είναι εξίσου εκτεθειμένη σε αντιρρήσεις, γιατί ο επιστήμονας που ερευνά τα στάδια της εξέλιξης μελετά τα γεγονότα και τις συνδέσεις τους, αλλά δεν έχει λόγους να τα αποδώσει σε καμιά ιlan vital που ξεφεύγει από κάθε παρατήρηση.
Όχι λιγότερο αποφασιστικές ήταν οι αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν εναντίον κάθε τελολογικού ιστορισμού, που θεωρεί τα ανθρώπινα γεγονότα ως στιγμές μιας ενιαίας παγκόσμιας ιστορίας, που κατευθύνεται σύμφωνα με ένα λογικό σχέδιο. Εναντίον κάθε μεταφυσικής της ιστορίας, τονίστηκε το ότι το καθήκον του ιστορικού δεν είναι να συνάγει αφηρημένα τις γραμμές ενός μοναδικού λογικού σχεδίου, μέσα στο οποίο να συμπιέζει τεχνικά τα συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά να φωτίζει κάθε φορά τα προσδιοριστικά γεγονότα πίσω από το κίνητρο των ιστορικά καθορισμένων ηθικών απαιτήσεων (Κρότσε).
Αν και έγιναν αντικείμενο πολλών επικρίσεων, η βιολογική τ. και η ιστορική τ. διαδραμάτισαν, έμμεσα ωστόσο, σημαντικό ρόλο στην ιστορία του πνεύματος: η πρώτη χρησίμευε για ένα καλύτερο προσδιορισμό των ειδικών χαρακτηριστικών των βιολογικών φαινομένων σε σχέση με τα φυσικοχημικά, και η δεύτερη συνέβαλε στον καθορισμό της μεθοδολογικής διάκρισης μεταξύ φυσικών επιστημών και επιστημών των άλλων περιοχών της γνώσης.
H αστρολογία βασίζεται στην τελολογία. Εδώ, σελίδα από τον κώδικα «Περί σφαιρών» (15ος αι., Βιβλιοθήκη της Μόντενας).
* * *η, Νβλ. τελεολογία.
Dictionary of Greek. 2013.